Κυριακή πρωϊ χτυπάει το τηλέφωνο।
Το νυσταγμένο μου αυτί χαϊδεύεται από μια φιλική γυναικεία φωνή:
Καλημέρα σας, τηλεφωνούμε από την υπηρεσία εμπρησμών της περιοχής σας, να μας συγχωρείτε για το ακατάλληλο της ώρας αλλά είμαστε ξέρετε σε κατάσταση εκτάκτου ανάγκης।
(Σωπαίνω ντροπιασμένος καθώς συνειδητοποιώ ότι ενώ η χώρα βρίσκεται σε επιφυλακή εγώ κοιμόμουν του καλού καιρού) Η σιωπή μου διακόπτεται από τη φωνή της τηλεφωνήτριας:
Ξέρετε φαντάζομαι ότι μετά από το διάγγελμα του πρωθυπουργού μας πρέπει όλοι μας να βάλουμε τα δυνατά μας
Ο φιλικός τόνος της υπαλλήλου είχε αρχίσει να γίνεται πιο σοβαρός।
Πείτε μου τι μπορώ να κάνω αγαπητή μου, είπα, βάζοντας το ένα μου πόδι στο μπατζάκι του στρατιωτικού μου παντελονιού και κάνοντας με το άλλο χέρι σήμα στη γυναίκα μου να μην βάλει λόγια στο μονόφθαλμο βλέμα της αγουροξυπνημένης της έκπληξης για το τρίξιμο του μπαούλου που φυλάει τα αναμνηστικά της θητείας μου στα ΛΟΚ।
Η κατάσταση είναι κρίσιμη φίλε πολίτη, γι αυτό μετά από έκτακτη σύσκεψη του περιφερειακού συμβουλίου συντονισμού πήραμε κάποιες αποφάσεις που σας αφορούν। Η φωνή της τηλεφωνήτριας ήταν πλέον επιτακτική:
Ο αρμόδιος υπάλληλος της ενορίας σας, μας ενημέρωσε για τα φυτά στο μπαλκόνι σας। Νομίζετε κύριε ότι είναι δυνατόν να βρούμε ανθρώπους, Αύγουστο μήνα, που να περάσουν πόρτα πόρτα όλες τις πολυκατοικίες; Πώς νομίζετε ότι θα επιτελεστεί το έργο μας χωρίς τη συμβολή του απλού πολίτη;
Προσπαθώντας να κρατήσω όσο πιο ευθυτενή στάση, με το ακουστικό σφιγμένο ανάμεσα στον ώμο και το μάγουλο, έφερα το δεξί στον κρόταφο: Διατάξτε! Τί μπορώ να κάνω για την πατρίδα;
Πέντε λεπτά αργότερα, ιδρωμένος, αφού είχα τσαπίσει όλες τις γλάστρες με τα λουλούδια, κατέβαινα το ασανσέρ στριμωγμένος από τα απομεινάρια της λεμονιάς και του φίκου μπέντζαμιν। Οι οδηγίες ήταν σαφείς:
Στα μπαλκόνια των εθνικά υπεύθυνων ελλήνων να ανεμίζουν οι σημαίες της πατρίδας μεσίστια, στις γλάστρες να μην μείνει χλωρό κλαρί, και ότι φυτά έχουν τυχόν ξυλώδη κορμό να συγκεντρωθούν προς καύση στους ακάλυπτους χώρους των πόλεων।
Στο δρόμο ένστολοι πολίτες εξοπλισμένοι με αλυσσοπρίονα έκοβαν τα τελευταία δέντρα του πεζοδρομίου, άλλοι τα δέναν με σκοινιά στους κοτσαδόρους των γιωταχή για να τα μεταφέρουν στην αλάνα του κάτω μαχαλά ενώ άλλοι σαν και μένα κουβαλούσαν τα απομεινάρια των οικιακών τους φυτών με τα χώματα και τις ρίζες να σέρνονται στην άσφαλτο। Όταν έφτασα στην αλάνα και έριξα και γω τα υπολλείματα των φυτών της γυναίκας μου στην πυρά, ένιωσα ένα ρίγος (μίγμα περηφάνιας και συγκίνησης) να διαπερνά όλο μου το σώμα।
Έπρεπε να φτάσουμε ως εδώ για να συνειδητοποιήσουμε ως έθνος την ανεπάρκεια του κρατικού μηχανισμού; Πώς μπορούσαμε να ζούμε τόσα χρόνια με την ψευδαίσθηση ότι ένα τάγμα δημοσίων υπαλλήλων αρκεί για να ξεριζώσει από την πατρίδα μας την μάστιγα του πρασίνου;
Τότε άκουσα τις φωνές του όχλου και είδα αυτό το έντρομο ανθρωπάριο να το σέρνουν έντρομο δεμένο χειροπόδαρα। Είχε παρακούσει τις εντολές, και τον πιάσανε στα πράσα με ένα μπιτόνι βενζίνη να περιχύει τα φυτά του μπαλκονιού του। Είχε φαίνεται πάθος με την κηπουρική και στις γλάστρες του στο ρετιρέ είχε ριζώσει σωστό δάσος από αναρριχόμενα και πολυετή φυτά।
Καθώς τον δένανε στον πάσαλο, ο υπεύθυνος πολιτικής προστασίας έπιασε το μεγάφωνο και ανεβασμένος στο καπό ενός παρκαρισμένου 4χ4 ανακοίνωσε την απόφαση του λαϊκού δικαστηρίου।
Στο δρόμο για το σπίτι, αντηχούσανε ακόμα τα λόγια του:
Σύμφωνα με το νομικό καθεστώς έκτάκτου ανάγκης, άξιος της εσχάτης των ποινών θεωρείται όποιος θελημένα βάζει σε κίνδυνο το την κληρονομιά της πατρίδας, το καμάρι του τόπου μας, την περηφάνια του έθνους। Ομόφωνα λοιπόν καταδικάζουμε τον Ανδρέα Υδροχόου του Αθανασίου και της Δάφνης, σε θάνατο διά της πυράς। Προς παραδειγματισμό, και τελεσιδίκως, γιατί είμαστε αποφασμένοι να διαφυλάξουμε ότι πολυτιμότερο έχουμε να παραδώσουμε στις επόμενες γενιές: τις πολυκατοικίες μας।
Και ενώ οι φωνές όλων μας ενώνονταν τραγουδώντας τον εθνικό ύμνο, ο Υδροχόου έσκυψε το κεφάλι και προχώρησε σιωπηλά στο κέντρο της αλάνας...
Το νυσταγμένο μου αυτί χαϊδεύεται από μια φιλική γυναικεία φωνή:
Καλημέρα σας, τηλεφωνούμε από την υπηρεσία εμπρησμών της περιοχής σας, να μας συγχωρείτε για το ακατάλληλο της ώρας αλλά είμαστε ξέρετε σε κατάσταση εκτάκτου ανάγκης।
(Σωπαίνω ντροπιασμένος καθώς συνειδητοποιώ ότι ενώ η χώρα βρίσκεται σε επιφυλακή εγώ κοιμόμουν του καλού καιρού) Η σιωπή μου διακόπτεται από τη φωνή της τηλεφωνήτριας:
Ξέρετε φαντάζομαι ότι μετά από το διάγγελμα του πρωθυπουργού μας πρέπει όλοι μας να βάλουμε τα δυνατά μας
Ο φιλικός τόνος της υπαλλήλου είχε αρχίσει να γίνεται πιο σοβαρός।
Πείτε μου τι μπορώ να κάνω αγαπητή μου, είπα, βάζοντας το ένα μου πόδι στο μπατζάκι του στρατιωτικού μου παντελονιού και κάνοντας με το άλλο χέρι σήμα στη γυναίκα μου να μην βάλει λόγια στο μονόφθαλμο βλέμα της αγουροξυπνημένης της έκπληξης για το τρίξιμο του μπαούλου που φυλάει τα αναμνηστικά της θητείας μου στα ΛΟΚ।
Η κατάσταση είναι κρίσιμη φίλε πολίτη, γι αυτό μετά από έκτακτη σύσκεψη του περιφερειακού συμβουλίου συντονισμού πήραμε κάποιες αποφάσεις που σας αφορούν। Η φωνή της τηλεφωνήτριας ήταν πλέον επιτακτική:
Ο αρμόδιος υπάλληλος της ενορίας σας, μας ενημέρωσε για τα φυτά στο μπαλκόνι σας। Νομίζετε κύριε ότι είναι δυνατόν να βρούμε ανθρώπους, Αύγουστο μήνα, που να περάσουν πόρτα πόρτα όλες τις πολυκατοικίες; Πώς νομίζετε ότι θα επιτελεστεί το έργο μας χωρίς τη συμβολή του απλού πολίτη;
Προσπαθώντας να κρατήσω όσο πιο ευθυτενή στάση, με το ακουστικό σφιγμένο ανάμεσα στον ώμο και το μάγουλο, έφερα το δεξί στον κρόταφο: Διατάξτε! Τί μπορώ να κάνω για την πατρίδα;
Πέντε λεπτά αργότερα, ιδρωμένος, αφού είχα τσαπίσει όλες τις γλάστρες με τα λουλούδια, κατέβαινα το ασανσέρ στριμωγμένος από τα απομεινάρια της λεμονιάς και του φίκου μπέντζαμιν। Οι οδηγίες ήταν σαφείς:
Στα μπαλκόνια των εθνικά υπεύθυνων ελλήνων να ανεμίζουν οι σημαίες της πατρίδας μεσίστια, στις γλάστρες να μην μείνει χλωρό κλαρί, και ότι φυτά έχουν τυχόν ξυλώδη κορμό να συγκεντρωθούν προς καύση στους ακάλυπτους χώρους των πόλεων।
Στο δρόμο ένστολοι πολίτες εξοπλισμένοι με αλυσσοπρίονα έκοβαν τα τελευταία δέντρα του πεζοδρομίου, άλλοι τα δέναν με σκοινιά στους κοτσαδόρους των γιωταχή για να τα μεταφέρουν στην αλάνα του κάτω μαχαλά ενώ άλλοι σαν και μένα κουβαλούσαν τα απομεινάρια των οικιακών τους φυτών με τα χώματα και τις ρίζες να σέρνονται στην άσφαλτο। Όταν έφτασα στην αλάνα και έριξα και γω τα υπολλείματα των φυτών της γυναίκας μου στην πυρά, ένιωσα ένα ρίγος (μίγμα περηφάνιας και συγκίνησης) να διαπερνά όλο μου το σώμα।
Έπρεπε να φτάσουμε ως εδώ για να συνειδητοποιήσουμε ως έθνος την ανεπάρκεια του κρατικού μηχανισμού; Πώς μπορούσαμε να ζούμε τόσα χρόνια με την ψευδαίσθηση ότι ένα τάγμα δημοσίων υπαλλήλων αρκεί για να ξεριζώσει από την πατρίδα μας την μάστιγα του πρασίνου;
Τότε άκουσα τις φωνές του όχλου και είδα αυτό το έντρομο ανθρωπάριο να το σέρνουν έντρομο δεμένο χειροπόδαρα। Είχε παρακούσει τις εντολές, και τον πιάσανε στα πράσα με ένα μπιτόνι βενζίνη να περιχύει τα φυτά του μπαλκονιού του। Είχε φαίνεται πάθος με την κηπουρική και στις γλάστρες του στο ρετιρέ είχε ριζώσει σωστό δάσος από αναρριχόμενα και πολυετή φυτά।
Καθώς τον δένανε στον πάσαλο, ο υπεύθυνος πολιτικής προστασίας έπιασε το μεγάφωνο και ανεβασμένος στο καπό ενός παρκαρισμένου 4χ4 ανακοίνωσε την απόφαση του λαϊκού δικαστηρίου।
Στο δρόμο για το σπίτι, αντηχούσανε ακόμα τα λόγια του:
Σύμφωνα με το νομικό καθεστώς έκτάκτου ανάγκης, άξιος της εσχάτης των ποινών θεωρείται όποιος θελημένα βάζει σε κίνδυνο το την κληρονομιά της πατρίδας, το καμάρι του τόπου μας, την περηφάνια του έθνους। Ομόφωνα λοιπόν καταδικάζουμε τον Ανδρέα Υδροχόου του Αθανασίου και της Δάφνης, σε θάνατο διά της πυράς। Προς παραδειγματισμό, και τελεσιδίκως, γιατί είμαστε αποφασμένοι να διαφυλάξουμε ότι πολυτιμότερο έχουμε να παραδώσουμε στις επόμενες γενιές: τις πολυκατοικίες μας।
Και ενώ οι φωνές όλων μας ενώνονταν τραγουδώντας τον εθνικό ύμνο, ο Υδροχόου έσκυψε το κεφάλι και προχώρησε σιωπηλά στο κέντρο της αλάνας...
2 comments:
Χαίρε εικονοπλάστη!
Ρεαλιστικότατο αφήγημα...
Πολύ παραστατικό και διδακτικό το παράδειγμά σας.. Θα το διαδώσω προς
"άμεσον εφαρμογή"!
Post a Comment